- στραβόγερος
- ο, Ν1. ενήλικος που δεν βλέπει λόγω γηρατειών2. κακός γέρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στραβ(ο)- — Ν α συνθετικό πολλών λ. τής Νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. στραβός και δηλώνει είτε επισφαλή όραση είτε ότι το β’ συνθετικό είναι λοξό, στρεβλό ή ότι γίνεται με εσφαλμένο τρόπο. ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) στραβακούω, στραβοβλέπω,… … Dictionary of Greek
στραβό- — πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων με την έννοια του στραβού (όχι ίσιου) και του τυφλού π.χ.: Στραβοπόδαρος, στραβόγερος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)